- αντλητήρας
- ο (Α ἀντλητήρ)νεοελλ.αντλητική μηχανήαρχ.δοχείο, κάδος για λήψη νερού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντλητῆρας — ἀντλητήρ one who drawswater masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή … Dictionary of Greek
εξαντλητήρας — ο [εξαντλώ] όργανο με το οποίο γίνεται η άντληση, ο αντλητήρας … Dictionary of Greek